- τελωνειακός
- και τελωνιακός, -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τελωνείο2. φρ. α) «τελωνειακή αρχή» ή «τελωνειακές αρχές» — το τελωνείοβ) «τελωνειακή υπηρεσία» — το τελωνείογ) «τελωνειακή ένωση»(οικον.-διεθν. δίκ.) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων χωρών, με την οποία αυτές αναλαμβάνουν να καταργήσουν τους μεταξύ τους τελωνειακούς φραγμούς και να εφαρμόσουν απέναντι σε τρίτες χώρες κοινό δασμολόγιο που θα επιβαρύνει ομοιόμορφα τα εισαγόμενα στον χώρο τής τελωνειακής ένωσης προϊόντα, ανεξάρτητα από το σημείο εισόδου τουςδ) «τελωνειακές παραβάσεις» — καταστρατήγηση τής κειμένης δασμολογικής και λοιπής σχετικής νομοθεσίαςε) «τελωνειακή σύμβαση» — τελωνειακή συνεργασίαστ) «τελωνειακή αναγνώριση» — τελωνειακή πράξη με την οποία μεταβιβάζεται η κυριότητα ενός αποταμιευθέντος εμπορεύματος από τον αποταμιευτή σε άλλο πρόσωποζ) «τελωνειακή ανακωχή» — η τελωνειακή συνεργασίαη) «τελωνειακή αστυνομία»(νομ.) το σύνολο τών δημόσιων υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για τη δίωξη τής λαθρεμπορίας και γενικά για τον έλεγχο τών τελωνειακών παραβάσεωνθ) «τελωνειακή διασάφηση»(οικον.) βλ. διασάφησηι) «τελωνειακή ένωση Γερμανίας» — ένωση που πραγματοποιήθηκε το 1834 υπό την πρωσική επικυριαρχία και δημιούργησε μια περιοχή ελεύθερου εμπορίου στο μεγαλύτερο μέρος τής Γερμανίας, γεγονός που αποτέλεσε σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση τής γερμανικής ενοποίησηςια) «τελωνειακή ζώνη»(οικον.) βλ. ζώνηιβ) «τελωνειακή νομοθεσία»(νομ.) το σύνολο τών νομικών διατάξεων που αφορούν στην οργάνωση και στη λειτουργία τής τελωνειακής υπηρεσίας, στην εφαρμογή τού δασμολογίου και στην τήρηση τού τελωνειακού κώδικαιγ) «τελωνειακή προτίμηση» — η προς μια χώρα παραχώρηση ειδικών ευνοϊκών δασμολογίων που δεν εμπίπτουν στη ρήτρα τού μάλλον ευνοουμένου κράτουςιδ) «τελωνειακή συνεργασία» — συνεργασία μεταξύ κρατών για θέσπιση δασμών που δεν θα αποβαίνουν εις βάρος τών εθνικών οικονομιώνιε) «τελωνειακό δασμολόγιο» — βλ. δασμολόγιοιστ) «τελωνειακός έλεγχος» — ο έλεγχος που διενεργούν οι τελωνειακές υπηρεσίεςιζ) «τελωνειακός κώδικας»(νομ.) κωδικοποιημένο σύνολο διατάξεων καθοριστικών τού εκτελωνισμού εμπορευμάτων, τής διαδικασίας τών τελωνειακών παραβάσεων, τού χαρακτηρισμού και τής τιμωρίας τού λαθρεμπορίου καθώς και τών αρμοδιοτήτων και τής ευθύνης τών τελωνειακών υπαλλήλων ως οργάνων ελέγχου τελωνειακών παραβάσεωνιη) «τελωνειακοί φραγ-. μοί» — υπέρμετροι δασμοί που επιβάλλονται από το κράτος σε εισαγόμενα προϊόντα για προστασία ομόλογων εγχώριων προϊόντων ή για άλλους σκοπούςιθ) «θεωρία τελωνειακών ενώσεων» — τμήμα τής θεωρίας τού διεθνούς εμπορίου που εξετάζει και διερευνά τις συνέπειες τών τελωνειακών ενώσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τελωνείο /τελώνιον + κατάλ. -ακός (πρβλ. εφορι-ακός].
Dictionary of Greek. 2013.